Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
View word page
θέρειος
of summer, in summer

ShortDef

of summer, in summer

Debugging

Headword:
θέρειος
Headword (normalized):
θέρειος
Headword (normalized/stripped):
θερειος
IDX:
40941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40942
Key:

Data

{'content': 'of summer, in summer'}