Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερινός
View word page
θερειγενής
growing in summer

ShortDef

growing in summer

Debugging

Headword:
θερειγενής
Headword (normalized):
θερειγενής
Headword (normalized/stripped):
θερειγενης
IDX:
40938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40939
Key:

Data

{'content': 'growing in summer'}