Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
View word page
θερείβοτος
serving for a summer-pasture
ShortDef
serving for a summer-pasture
Debugging
Headword:
θερείβοτος
Headword (normalized):
θερείβοτος
Headword (normalized/stripped):
θερειβοτος
IDX:
40937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40938
Key:
Data
{'content': 'serving for a summer-pasture'}