Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
View word page
θερείαυλος
living in villeggiatura

ShortDef

living in villeggiatura

Debugging

Headword:
θερείαυλος
Headword (normalized):
θερείαυλος
Headword (normalized/stripped):
θερειαυλος
IDX:
40936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40937
Key:

Data

{'content': 'living in villeggiatura'}