Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
View word page
θερεία
summer
ShortDef
summer
Debugging
Headword:
θερεία
Headword (normalized):
θερεία
Headword (normalized/stripped):
θερεια
IDX:
40935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40936
Key:
Data
{'content': 'summer'}