Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
θερήγανον
View word page
θέραψ
attendant, companion, slave
ShortDef
attendant, companion, slave
Debugging
Headword:
θέραψ
Headword (normalized):
θέραψ
Headword (normalized/stripped):
θεραψ
IDX:
40934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40935
Key:
Data
{'content': 'attendant, companion, slave'}