Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θέρετρον
View word page
θεράπων
a waiting-man, attendant

ShortDef

a waiting-man, attendant

Debugging

Headword:
θεράπων
Headword (normalized):
θεράπων
Headword (normalized/stripped):
θεραπων
IDX:
40933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40934
Key:

Data

{'content': 'a waiting-man, attendant'}