Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
View word page
θεραπόντιον
servant, slave (dim.)

ShortDef

servant, slave (dim.)

Debugging

Headword:
θεραπόντιον
Headword (normalized):
θεραπόντιον
Headword (normalized/stripped):
θεραποντιον
IDX:
40931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40932
Key:

Data

{'content': 'servant, slave (dim.)'}