Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
View word page
θεράπνη
a handmaid; settlement, dwelling
ShortDef
a handmaid; settlement, dwelling
Debugging
Headword:
θεράπνη
Headword (normalized):
θεράπνη
Headword (normalized/stripped):
θεραπνη
IDX:
40930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40931
Key:
Data
{'content': 'a handmaid; settlement, dwelling'}