Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
View word page
θεραπίς
paying court to, favouring

ShortDef

paying court to, favouring

Debugging

Headword:
θεραπίς
Headword (normalized):
θεραπίς
Headword (normalized/stripped):
θεραπις
IDX:
40929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40930
Key:

Data

{'content': 'paying court to, favouring'}