Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
View word page
θεραπίδιον
a means of cure
ShortDef
a means of cure
Debugging
Headword:
θεραπίδιον
Headword (normalized):
θεραπίδιον
Headword (normalized/stripped):
θεραπιδιον
IDX:
40928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40929
Key:
Data
{'content': 'a means of cure'}