Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
View word page
θεραπεύω
to be an attendant, do service
ShortDef
to be an attendant, do service
Debugging
Headword:
θεραπεύω
Headword (normalized):
θεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
θεραπευω
IDX:
40927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40928
Key:
Data
{'content': 'to be an attendant, do service'}