Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
View word page
θεραπευτής
one who serves the gods, a worshipper

ShortDef

one who serves the gods, a worshipper

Debugging

Headword:
θεραπευτής
Headword (normalized):
θεραπευτής
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτης
IDX:
40924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40925
Key:

Data

{'content': 'one who serves the gods, a worshipper'}