Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεράπων
View word page
θεραπευτήρ
attendant

ShortDef

attendant

Debugging

Headword:
θεραπευτήρ
Headword (normalized):
θεραπευτήρ
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτηρ
IDX:
40923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40924
Key:

Data

{'content': 'attendant'}