Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοχολωσία
θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
θεραπόντιον
θεραποντίς
View word page
θεραπευτέος
one must do service to

ShortDef

one must do service to

Debugging

Headword:
θεραπευτέος
Headword (normalized):
θεραπευτέος
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτεος
IDX:
40922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40923
Key:

Data

{'content': 'one must do service to'}