Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοφύλαξ
θεόχαρις
θεοχολωσία
θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπίδιον
θεραπίς
θεράπνη
View word page
θεράπευσις
treatment, attention

ShortDef

treatment, attention

Debugging

Headword:
θεράπευσις
Headword (normalized):
θεράπευσις
Headword (normalized/stripped):
θεραπευσις
IDX:
40920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40921
Key:

Data

{'content': 'treatment, attention'}