Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεοφροσύνη
θεόφρουρος
θεόφρων
θεοφύλαξ
θεόχαρις
θεοχολωσία
θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
View word page
θεραπαινίς
female slave
ShortDef
female slave
Debugging
Headword:
θεραπαινίς
Headword (normalized):
θεραπαινίς
Headword (normalized/stripped):
θεραπαινις
IDX:
40917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40918
Key:
Data
{'content': 'female slave'}