Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοφραδία
Θεόφραστος
θεοφροσύνη
θεόφρουρος
θεόφρων
θεοφύλαξ
θεόχαρις
θεοχολωσία
θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
View word page
θεόω
make into God, deify

ShortDef

make into God, deify

Debugging

Headword:
θεόω
Headword (normalized):
θεόω
Headword (normalized/stripped):
θεοω
IDX:
40915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40916
Key:

Data

{'content': 'make into God, deify'}