Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλοιφεῖον
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἀλόπη
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
ἀλόπιστος
ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
Ἄλος
ἁλοσάνθινος
ἁλόσανθον
ἁλοσάχνη
Ἁλοσύδνη
ἁλοσύδνη
ἁλοτρίβανος
ἁλότριψ
ἁλοτροφέω
ἁλούργημα
View word page
ἁλοπώλια
salt-stores

ShortDef

salt-stores

Debugging

Headword:
ἁλοπώλια
Headword (normalized):
ἁλοπώλια
Headword (normalized/stripped):
αλοπωλια
IDX:
4086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4087
Key:

Data

{'content': 'salt-stores'}