Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπροπίη
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεοπρόσπλοκος
θεόπτης
θεοπτία
θεοπτικός
θεόπτυστος
θεόπυρος
θεόρακτος
θεόρρητος
θεόρρυτος
θέορτος
θεός
θεόσδοτος
θεοσέβεια
θεοσεβέω
View word page
θεοπτικός
of or for a θεόπτης, someone who sees god
ShortDef
of or for a θεόπτης, someone who sees god
Debugging
Headword:
θεοπτικός
Headword (normalized):
θεοπτικός
Headword (normalized/stripped):
θεοπτικος
IDX:
40840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40841
Key:
Data
{'content': 'of or for a θεόπτης, someone who sees god'}