Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεόπομπος
Θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπροπίη
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεοπρόσπλοκος
θεόπτης
θεοπτία
θεοπτικός
View word page
θεοπρέπεια
divine majesty

ShortDef

divine majesty

Debugging

Headword:
θεοπρέπεια
Headword (normalized):
θεοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
θεοπρεπεια
IDX:
40830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40831
Key:

Data

{'content': 'divine majesty'}