Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλοιμός
ἀλοίτης
ἀλοιφαῖος
ἀλοιφάω
ἀλοιφεῖον
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἀλόπη
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
ἀλόπιστος
ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
Ἄλος
ἁλοσάνθινος
ἁλόσανθον
ἁλοσάχνη
Ἁλοσύδνη
ἁλοσύδνη
View word page
ἁλοπηγός
one who prepares salt

ShortDef

one who prepares salt

Debugging

Headword:
ἁλοπηγός
Headword (normalized):
ἁλοπηγός
Headword (normalized/stripped):
αλοπηγος
IDX:
4082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4083
Key:

Data

{'content': 'one who prepares salt'}