Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεόπιστος
θεοπλαστέω
θεοπλάστης
θεόπληκτος
θεόπνευστος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεόπομπος
Θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπροπίη
θεοπρόπιον
View word page
θεοπολέω
minister in things divine
ShortDef
minister in things divine
Debugging
Headword:
θεοπολέω
Headword (normalized):
θεοπολέω
Headword (normalized/stripped):
θεοπολεω
IDX:
40825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40826
Key:
Data
{'content': 'minister in things divine'}