Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεόπεμπτος
θεόπιστος
θεοπλαστέω
θεοπλάστης
θεόπληκτος
θεόπνευστος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεόπομπος
Θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπροπίη
View word page
θεοποιός
making gods

ShortDef

making gods

Debugging

Headword:
θεοποιός
Headword (normalized):
θεοποιός
Headword (normalized/stripped):
θεοποιος
IDX:
40824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40825
Key:

Data

{'content': 'making gods'}