Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεοπαράδοτος
θεοπάτωρ
θεοπειθής
θεόπεμπτος
θεόπιστος
θεοπλαστέω
θεοπλάστης
θεόπληκτος
θεόπνευστος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεόπομπος
Θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
View word page
θεοποιητικός
able to make gods

ShortDef

able to make gods

Debugging

Headword:
θεοποιητικός
Headword (normalized):
θεοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
θεοποιητικος
IDX:
40821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40822
Key:

Data

{'content': 'able to make gods'}