Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιμός
ἀλοίτης
ἀλοιφαῖος
ἀλοιφάω
ἀλοιφεῖον
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἀλόπη
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
ἀλόπιστος
ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
Ἄλος
ἁλοσάνθινος
View word page
ἀλοκίζω
to trace furrows

ShortDef

to trace furrows

Debugging

Headword:
ἀλοκίζω
Headword (normalized):
ἀλοκίζω
Headword (normalized/stripped):
αλοκιζω
IDX:
4078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4079
Key:

Data

{'content': 'to trace furrows'}