Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεόκραντος
θεοκρασία
θεοκρατία
θεοκρήπις
Θεοκρίνης
θεόκριτος
θεόκτητος
θεόκτιστος
θεόκτιτος
θεοληπτέομαι
θεοληπτικός
θεόληπτος
θεοληψία
θεολογεῖον
θεολογέω
θεολόγια
θεολογία
θεολογικός
θεολόγος
θεολωβήτης
θεομανέω
View word page
θεοληπτικός
belonging to one possessed
ShortDef
belonging to one possessed
Debugging
Headword:
θεοληπτικός
Headword (normalized):
θεοληπτικός
Headword (normalized/stripped):
θεοληπτικος
IDX:
40771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40772
Key:
Data
{'content': 'belonging to one possessed'}