Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιμός
ἀλοίτης
ἀλοιφαῖος
ἀλοιφάω
ἀλοιφεῖον
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἀλόπη
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
View word page
ἀλοιμός
polishing

ShortDef

polishing

Debugging

Headword:
ἀλοιμός
Headword (normalized):
ἀλοιμός
Headword (normalized/stripped):
αλοιμος
IDX:
4072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4073
Key:

Data

{'content': 'polishing'}