Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιμός
ἀλοίτης
ἀλοιφαῖος
ἀλοιφάω
ἀλοιφεῖον
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἀλόπη
View word page
ἀλοίδορος
not reviling
ShortDef
not reviling
Debugging
Headword:
ἀλοίδορος
Headword (normalized):
ἀλοίδορος
Headword (normalized/stripped):
αλοιδορος
IDX:
4070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4071
Key:
Data
{'content': 'not reviling'}