Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
θεμίστιος
Θεμιστοκλῆς
Θεμιστονόη
θεμιστοπόλος
θεμιστοῦχος
Θεμιστώ
θεμίστωρ
θεμιτός
θεμιτώδης
θεμός
θεμόω
θεν
Θεναί
θέναρ
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
View word page
θεμίστωρ
knowing right

ShortDef

knowing right

Debugging

Headword:
θεμίστωρ
Headword (normalized):
θεμίστωρ
Headword (normalized/stripped):
θεμιστωρ
IDX:
40701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40702
Key:

Data

{'content': 'knowing right'}