Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
ἀγεωργίον
ἀγή
ἄγη
View word page
Ἀγεσίλας
[> Ἀγησίλαος]

ShortDef

[> Ἀγησίλαος]

Debugging

Headword:
Ἀγεσίλας
Headword (normalized):
ἀγεσίλας
Headword (normalized/stripped):
αγεσιλας
IDX:
406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-407
Key:

Data

{'content': '[> Ἀγησίλαος]'}