Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεμισκόπος
θεμισκρέων
Θεμίσκυρα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
θεμίστιος
Θεμιστοκλῆς
Θεμιστονόη
θεμιστοπόλος
θεμιστοῦχος
Θεμιστώ
θεμίστωρ
θεμιτός
θεμιτώδης
θεμός
θεμόω
θεν
Θεναί
θέναρ
View word page
θεμιστοπόλος
ministering law

ShortDef

ministering law

Debugging

Headword:
θεμιστοπόλος
Headword (normalized):
θεμιστοπόλος
Headword (normalized/stripped):
θεμιστοπολος
IDX:
40698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40699
Key:

Data

{'content': 'ministering law'}