Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεμίγονος
θεμίζω
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
Θεμίσκυρα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
θεμίστιος
Θεμιστοκλῆς
Θεμιστονόη
θεμιστοπόλος
θεμιστοῦχος
Θεμιστώ
θεμίστωρ
θεμιτός
θεμιτώδης
View word page
θεμιστευτός
ordered by law

ShortDef

ordered by law

Debugging

Headword:
θεμιστευτός
Headword (normalized):
θεμιστευτός
Headword (normalized/stripped):
θεμιστευτος
IDX:
40693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40694
Key:

Data

{'content': 'ordered by law'}