Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεματίζω
θεματικός
θεματισμός
θεματίτης
θεματοποιέω
θέμεθλα
θεμελιακός
θεμελιόθεν
θεμέλιος
θεμελιοῦχος
θεμελιόω
θεμελίωσις
θεμελιωτής
θεμερόφρων
θεμερῶπις
θεμίγονος
θεμίζω
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
View word page
θεμελιόω
to lay the foundation of, found firmly
ShortDef
to lay the foundation of, found firmly
Debugging
Headword:
θεμελιόω
Headword (normalized):
θεμελιόω
Headword (normalized/stripped):
θεμελιοω
IDX:
40678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40679
Key:
Data
{'content': 'to lay the foundation of, found firmly'}