Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θέλυμνα
θέμα
θεματίζω
θεματικός
θεματισμός
θεματίτης
θεματοποιέω
θέμεθλα
θεμελιακός
θεμελιόθεν
θεμέλιος
θεμελιοῦχος
θεμελιόω
θεμελίωσις
θεμελιωτής
θεμερόφρων
θεμερῶπις
θεμίγονος
θεμίζω
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
View word page
θεμέλιος
of or for the foundation; (abs.) foundation (stone)
ShortDef
of or for the foundation; (abs.) foundation (stone)
Debugging
Headword:
θεμέλιος
Headword (normalized):
θεμέλιος
Headword (normalized/stripped):
θεμελιος
IDX:
40676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40677
Key:
Data
{'content': 'of or for the foundation; (abs.) foundation (stone)'}