Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄλογος
ἄλογχος
ἄλογχος2
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιμός
ἀλοίτης
ἀλοιφαῖος
View word page
ἀλοητός
a threshing
ShortDef
a threshing
Debugging
Headword:
ἀλοητός
Headword (normalized):
ἀλοητός
Headword (normalized/stripped):
αλοητος
IDX:
4064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4065
Key:
Data
{'content': 'a threshing'}