Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θεισόα
θείω
θειώδης
θειώδης2
Θέκλα
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
Θελγῖνες
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
θελημός
θελήμων
θέλησις
θελητής
θελητός
θελκτήρ
θελκτήριον
View word page
θέλεος
willing

ShortDef

willing

Debugging

Headword:
θέλεος
Headword (normalized):
θέλεος
Headword (normalized/stripped):
θελεος
IDX:
40646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40647
Key:

Data

{'content': 'willing'}