Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θειόχροος
θειόω
Θεισόα
θείω
θειώδης
θειώδης2
Θέκλα
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
Θελγῖνες
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
θελημός
θελήμων
θέλησις
θελητής
θελητός
View word page
θέλγω
to enchant, bewitch; cheat
ShortDef
to enchant, bewitch; cheat
Debugging
Headword:
θέλγω
Headword (normalized):
θέλγω
Headword (normalized/stripped):
θελγω
IDX:
40644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40645
Key:
Data
{'content': 'to enchant, bewitch; cheat'}