Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θειότης
θειοφανής
θειόχροος
θειόω
Θεισόα
θείω
θειώδης
θειώδης2
Θέκλα
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
Θελγῖνες
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
θελημός
θελήμων
θέλησις
View word page
θέλγητρον
a charm
ShortDef
a charm
Debugging
Headword:
θέλγητρον
Headword (normalized):
θέλγητρον
Headword (normalized/stripped):
θελγητρον
IDX:
40642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40643
Key:
Data
{'content': 'a charm'}