Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θειοπόλος
θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειοφανής
θειόχροος
θειόω
Θεισόα
θείω
θειώδης
θειώδης2
Θέκλα
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
Θελγῖνες
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
View word page
θειώδης2
divine

ShortDef

sulphureous
divine

Debugging

Headword:
θειώδης2
Headword (normalized):
θειώδης
Headword (normalized/stripped):
θειωδης2
IDX:
40639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40640
Key:

Data

{'content': 'divine'}