Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειοφανής
θειόχροος
θειόω
Θεισόα
θείω
θειώδης
θειώδης2
Θέκλα
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
View word page
θειότης
divine nature, divinity

ShortDef

divine nature, divinity

Debugging

Headword:
θειότης
Headword (normalized):
θειότης
Headword (normalized/stripped):
θειοτης
IDX:
40632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40633
Key:

Data

{'content': 'divine nature, divinity'}