Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλογοπάθεια
ἀλογοπρεπῶς
ἄλογος
ἄλογχος
ἄλογχος2
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιμός
View word page
ἀλοητέα
one must thresh
ShortDef
one must thresh
Debugging
Headword:
ἀλοητέα
Headword (normalized):
ἀλοητέα
Headword (normalized/stripped):
αλοητεα
IDX:
4062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4063
Key:
Data
{'content': 'one must thresh'}