Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θεῖος
θεῖος2
θειότης
θειοφανής
View word page
θειοδάμη
she who tames the gods

ShortDef

she who tames the gods

Debugging

Headword:
θειοδάμη
Headword (normalized):
θειοδάμη
Headword (normalized/stripped):
θειοδαμη
IDX:
40623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40624
Key:

Data

{'content': 'she who tames the gods'}