Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θεῖος
θεῖος2
θειότης
View word page
θείνω
to strike, wound

ShortDef

to strike, wound

Debugging

Headword:
θείνω
Headword (normalized):
θείνω
Headword (normalized/stripped):
θεινω
IDX:
40622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40623
Key:

Data

{'content': 'to strike, wound'}