Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θεῖος
θεῖος2
View word page
θειλόπεδον
a sunny spot

ShortDef

a sunny spot

Debugging

Headword:
θειλόπεδον
Headword (normalized):
θειλόπεδον
Headword (normalized/stripped):
θειλοπεδον
IDX:
40621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40622
Key:

Data

{'content': 'a sunny spot'}