Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θεῖος
View word page
θειλοπεδεύω
dry in the sun
ShortDef
dry in the sun
Debugging
Headword:
θειλοπεδεύω
Headword (normalized):
θειλοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
θειλοπεδευω
IDX:
40620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40621
Key:
Data
{'content': 'dry in the sun'}