Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλογόομαι
ἀλογοπάθεια
ἀλογοπρεπῶς
ἄλογος
ἄλογχος
ἄλογχος2
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
ἀλοιδόρητος
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
View word page
ἀλοησμός
threshing

ShortDef

threshing

Debugging

Headword:
ἀλοησμός
Headword (normalized):
ἀλοησμός
Headword (normalized/stripped):
αλοησμος
IDX:
4061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4062
Key:

Data

{'content': 'threshing'}