Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
θεῖον2
View word page
θειάφιον
sulphur
ShortDef
sulphur
Debugging
Headword:
θειάφιον
Headword (normalized):
θειάφιον
Headword (normalized/stripped):
θειαφιον
IDX:
40617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40618
Key:
Data
{'content': 'sulphur'}