Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεηκολεών
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
θεῖον
View word page
θειαστικός
like one inspired

ShortDef

like one inspired

Debugging

Headword:
θειαστικός
Headword (normalized):
θειαστικός
Headword (normalized/stripped):
θειαστικος
IDX:
40616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40617
Key:

Data

{'content': 'like one inspired'}