Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεηκολέω
θεηκολεών
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
θειόδομος
θειόθεν
View word page
θειαστής
worshipper
ShortDef
worshipper
Debugging
Headword:
θειαστής
Headword (normalized):
θειαστής
Headword (normalized/stripped):
θειαστης
IDX:
40615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40616
Key:
Data
{'content': 'worshipper'}